Ψάθα (η) [ουσ] = το φυτό τύφη που ευδοκιμεί σε βάλτους// πλέγμα από στελέχη αγρωστοειδών φυτών// ψάθινο καπέλο// φρ. Πέθανε - έμεινε στην ψάθα, πέθανε - έμεινε πάμφτωχος
Ψαρομάλλης (ο) [ουσ] = που έχει ψαρά μαλλιά, γκριζομάλλης
Ψαρός (ο) [επίθ] = γκριζομάλλης// (για ζώα) που έχουν γκρίζο τρίχωμα
Ψαύση (η) [ουσ] = ελαφρό άγγιγμα, ψηλάφηση
Ψαύω [ρ] = αγγίζω ελαφρά, ψηλαφώ με τις άκρες των δαχτύλων
Ψαχουλεύω (ρ) = αναζητώ , ερευνώ επίμονα // ψηλαφώ
Ψεγαδιάζω (ρ) = ψέγω, κατηγορώ
Ψέγω (ρ) = επικρίνω, κατηγορώ *Συνων. μέμφομαι
Ψευδολόγημα (το) [ουσ] = ψευδής λόγος, ψευτιά
Ψευδολογώ (ρ) = λέω ψέμματα, ψεύδομαι
συνεχίζεται....
Πηγή: Μικρό Ελληνικό Λεξικό - Τεγόπουλος Φυτράκης