Φαβιανισμός (ο) [ουσ] = συντηρητικός, μεταρρυθμιστικός σοσιαλισμός
Φαβιανός (ο) [επίθ] = συντηρητικός, σοσιαλιστής
Φαγωμάρα (η) [ουσ] = φαγούρα// (μτφ) φιλονικία, διένεξη// διχόνοια * Συνών. φαγωμός
Φαιδρός (ο) [επίθ] = (μτφ) χαρούμενος, εύθυμος// ευτράπελος, αστείος// γελοίος: φαιδρό υποκείμενο * Επίρρ. Φαιδρά, φαιδρώς
Φαιδρύνω (ρ) = δίνω χαρά, χαροποιώ, ευφραίνω// προκαλώ φαιδρότητα, θυμηδία
Φαινομενικός (ο) (η) [επιθ] = απατηλός, που ξεγελά *Επιρρ. φαινομενικά
Φαιός (ο) (η) [επιθ] = σκούρος, μουντός // σταχτής γκρίζος // (ανατομ.) φαιά ουσία, η ουσία του φλοιού του εγκεφάλου
Φαλλοκράτης (ο) [ουσ] = ο ενστερνιζόμενος τη φαλλοκρατία, οπαδός, υποστηρικτής της φαλλοκρατίας
Φαλλοκρατία (η) [ουσ] = η κυριαρχία των ανδρών επί των γυναικών, σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής και δραστηριότητας
Φαλτσάρω (ρ) = κάνω παραφωνία // πέφτω σε λάθος, σφάλλω
Φάνταγμα και Φανταγμός (ουσ) = φανταστική εικόνα, φαντασίωση // επίδειξη, έπαρση, ξιπασιά
συνεχίζεται....
Πηγή: Μικρό Ελληνικό Λεξικό - Τεγόπουλος Φυτράκης