Χαβαλές (ο) [ουσ] = επίστρωμα, επικάλλυμα// φορτίο πλοίου τοποθετημένο πάνω στο κατάστρωμα// (μτφ) οχληρό βάρος// (μτφ) ευχάριστη κουβεντούλα για διασκέδαση της ανίας
Χάβρα (η) [ουσ] = η συναγωγή των Εβραίων// θορυβώδες συγκέντρωση, οχλοβοή
Χάδεμα (το) [ουσ] = χάιδεμα, χάδι, θωπεία// (μτφ) κολακεία
Χαδεύω [ρ] = χαιδεύω, αγγίζω τρυφερά, απαλά, θωπεύω// (μτφ) κολακεύω, καλοπιάνω
Χάδι (το) [ουσ] = χάιδι, ελαφρό άγγιγμα με την παλάμη για εκδήλωση στοργής, εύνοιας, προστασίας κτλ// (μτφ) τρυφερή περιποίηση, καλόπιασμα
Χαζοχαρούμενος (ο) (η) [επιθ] = που εκδηλώνει την ευθυμία του με χαζομάρες, με ελαφρότητα
Χαϊδεμένος (ο) (η) [μτχ] = ως επίθ. που τον φροντίζουν τρυφερά, στοργικά // καλομαθημένος: χαϊδεμένο παιδί
Χαϊδολογώ (ρ) = χαϊδεύω επίμονα // χαϊδολογιέμαι = μου αρέσουν τα χάδια ή κάνω νάζια, καμώματα
Χαιρεκακία η) [ουσ] = η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του χαιρέκακου
Χαιρέκακος (ο) (η) [επιθ] = που χαίρεται για τις δυστυχίες του άλλου *Επιρρ. χαιρέκακα
συνεχίζεται....
Πηγή: Μικρό Ελληνικό Λεξικό - Τεγόπουλος Φυτράκης