Παγάνα κ. Παγανιά (η) [ουσ] = η ανίχνευση και καταδίωξη θηραμάτων από πολλά σημεία
Παγανίζω (ρ) = κηνυγώ με τη μέθοδο της παγάνας, ανιχνεύω και καταδιώκω θηράματα απο πολλά σημεία
Παγανισμός (ο) [ουσ] = ειδωλολατρεία
Παγανιστής (ο) [ουσ] = κυνηγός που μετέχει σε παγάνα// οπαδός του παγανισμού, ειδωλολάτρης
Πάγκαλος (ο) [επίθ] = ωραιότατος, πανέμορφος
Παγοπληξία (η) [ουσ] = νοσηρή κατάσταση του οργανισμού που προέρχεται απο επίδραση του ψύχους
Πάθημα (το) [ουσ] = ότι παθαίνει κανείς, δυσάρεστο περιστατικό // φρ. τα παθήματα μαθήματα
Παθιάζομαι (ρ) = κηριεύρομαι απο πάθος
Παθός (ο) [ουσ] = πρόσωπο που γνωρίζει καλά κάτι απο δυσάρεστη πείρα // φρ. ο παθός μαθός = όποιος έπαθε, έμαθε
Παθών (ουσ) = πρόσωπο που έπαθε κάτι, που υπήρξε θύμα ατυχήματος ή κακής μεταχείρισης
Παιδαριώδης (ο) [επιθ] = ο χωρίς σοβαρότητα, που ταιριάζει σε μικρό παιδί *Επιρρ. παιδαριωδώς
Παιδεύω (ρ) = παιδαγωγώ, μορφώνω // βασανίζω, τυρρανώ
συνεχίζεται....
Πηγή: Μικρό Ελληνικό Λεξικό - Τεγόπουλος Φυτράκης