Ογκανίζω (ρ) = γκαρίζω (για γάιδαρο)
Οδεύω (ρ) = βαδίζω, πορεύομαι
Οδηγητής (ο) [ουσ] = πρόσωπο που κατευθύνει, καθοδηγεί
Οδηγία (η) [ουσ] = η πράξη του οδηγώ, υπόδειξη της οδού// καθοδήγηγση// υπόδειξη, συμβουλή σχετική με τον τρόπο ενέργειας ή συμπεριφοράς
Οδύνη (η) [ουσ] = ψυχικός πόνος, θλίψη// (νομ) ψυχική οδύνη = ο ηθικός τραυματισμός που προκαλεί η ενέργεια άλλου
Οδυνηρός (ο) [επιθ] = που προκαλεί οδύνη, οδυνηρό πλήγμα *Συνων. λυπητερός, θλιβερός, αλγείνος
Οδυρμός (ο) [ουσ] = θρήνος, κλάμα με γόους *Συνων. ολολυγμός, ολοφυρμός
Όθεν (επιρρ) = απο που // άρα, επομένως
Οίδα (ρ) = γνωρίζω, ξέρω
Οιηματίας (ο) [ουσ] = αλαζόνας, καυχησιάρης *Συνων. υπερόπτης, επαρμένος
Οίηση (η) [ουσ] = αλαζονεία, καυχησία *Συνων. έπαρση, υπεροψία
συνεχίζεται....
Πηγή: Μικρό Ελληνικό Λεξικό - Τεγόπουλος Φυτράκης