Βαβά (η) [ουσ] = η μητέρα του πατέρα ή της μητέρας
Βαβίζω (ρ) = γαβγίζω// (μτφ) γκρινιάζω, φωνάζω
Βάβισμα (το) [ουσ] = γάβγισμα// (μτφ) γκρίνια, δυνατές φωνές
Βαβούρα (η) [ουσ] = θόρυβος, φασαρία// Συνών. Οχλοβοή, αναστάτωση
Βαβυλωνία (η) [ουσ] = (μτφ) θόρυβος και ασυνεννοησία, σύγχυση * Συνών. Οχλαγωγία, οχλοβοή, χλαλοή
Βαθυγνώμος (ο) (η) [επιθ] = που σκέφτεται βαθυά, βαθυστόχαστος
Βαθύνοια (η) [ουσ] = βάθος νόησης, εμβρίθεια *Αντιθ. ολιγόνοια
Βαθύνους [επιθ] = εμβριθής, βαθυστόχαστος
Βακχεία (η) [ουσ] = οργιαστική ευθυμία, παράφορος ενθουσιασμός *Συνων. κορυβαντισμός, διονυσιασμός
Βακχεύω (ρ) = εορτάζω τα μυστήρια του Βάκχου // μεθώ οργιάζω *Συνων. διονυσιάζω, κορυβαντιώ
Βαλάντωμα (το) [ουσ] = εξάντληση, κούραση *Συνων. καταπόνηση, παίδεμα, σακάτεμα // στενοχώρια, ψυχικός πόνος
Βαλαντώνω (ρ) = εξαντλούμαι, αποκάνω *Συνων. παιδεύομαι, καταπονούμαι, σακατεύομαι // στενοχωριέμαι
συνεχίζεται....
Πηγή: Μικρό Ελληνικό Λεξικό - Τεγόπουλος Φυτράκης